Πέμπτη 9 Αυγούστου 2007
Ο καιρός του έρωτα, δεν είναι ποτέ καιρός χαμένος..απο την Τ.Π
Θα μπορούσε να είναι ένα παιχνίδι, ένα πείραμα, κάτι σαν ομαδική ψυχοθεραπεία. Θα μπορούσε να είναι επίσης όλα αυτά μαζί.
Ο ρόλος του θεατή και του αναγνώστη εδώ, περισσότερο από κάθε άλλη φορά είναι κεφαλαιώδης. Πρέπει να ανασυνθέσει το παζλ της μνήμης και είναι ο ίδιος που προτρέπεται να ζήσει τη δική του ιστορία.
Το «κράτησε με», ξεκίνησε, όπως είναι γνωστό από το διαδίκτυο, με θέμα την απώλεια. Το «κράτησε με» όμως, όπως εξελίσσεται σελίδα τη σελίδα δεν είναι μόνο η ιστορία της απώλειας. Γίνεται το χρονικό μιας ατελεύτητης αναζήτησης της αγάπης, πότε μέσα από ματαιώσεις, και πότε μέσα από ερωτικές συναντήσεις, εξ ορισμού όμως διαψευσμένες.
Κάποιες φορές γίνεται η ομολογία μιας συγνώμης ή λόγων που δεν ειπώθηκαν στην ώρα τους. Έτσι γινόμαστε αποδέκτες αυτών των λόγων και σπάνιων εξομολογήσεων που κανονικά δεν μας ανήκουν. Είναι μια εξερεύνηση στο καμένο πεδίο της απουσίας της αγάπης.
Μπήκα στον πειρασμό, εδώ, να σας αντιγράψω ένα μήνυμα από το κινητό μου, που μου το έστειλε πριν λίγες μέρες μία φίλη με αφορμή το βιβλίο : Ο καιρός του έρωτα, δεν είναι ποτέ καιρός χαμένος, έλεγε το μήνυμα.
Στο «Κράτησε με» μία παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής, η Ιουλία, χάνει τον πατέρα της. Αποφασίζει τότε να δημιουργήσει μια ιστοσελίδα που οι ακροατές θα λένε τις δικές τους ιστορίες απώλειας.
Με αυτό τον τρόπο έχουμε την προσωπική ιστορία της Ιουλίας, που κάθε τόσο διακόπτεται ή συμπληρώνεται από τις μικρές ιστορίες των ακροατών της, αυτών που δέχονται να παίξουν το παιχνίδι της αφής αφού πρώτα έχουν δέσει ένα μαντήλι στα μάτια. Έτσι «το παιχνίδι της αφής» γίνεται «το παιχνίδι της αλήθειας». Εκεί μέσα υπάρχει ατόφια η αληθινή αυτοβιογραφία του συναισθήματος τους.
Η γραφή δεν έχει τίποτα περιττό. Είναι κοφτή, απογυμνωμένη και συχνά ασθματική, που να σου μεταδίδει την ένταση.
Ο χρόνος της αφήγησης είναι ο χρόνος της συναισθηματικής μνήμης
Η Ιουλία 14 ετών παρακαλά ένα αγόρι να κοιμηθεί μαζί της. Ο λόγος δεν είναι ούτε η εφηβική περιέργεια, ούτε ο έρωτας, αλλά η απόφαση να πάψει να είναι παρθένα. Μία πρώτη βιαστική ερμηνεία της απόφασης της δεκατετράχρονης, από μια κοινωνία γεμάτη συμβάσεις και μικροαστικές αντιλήψεις θα μπορούσε να είναι ο κυνισμός, θα μπορούσε επίσης να φανεί ακατανόητη. Κάθε άλλο όμως από κυνική είναι, η Ιουλία. Είναι απελπισμένη. Δεν είναι παρά μία έκρηξη υπερβολικής ευαισθησίας και αυτοπροστασίας. Κραυγή για βοήθεια και εξέγερση μαζί για έναν αδιάφορο κόσμο, ερμητικά κλειστό και κουφό στις εκκλήσεις για βοήθεια των πιο ευαίσθητων μελών του. Αυτών που δεν θα διστάσουν ακόμη και να αυτοτραυματιστούν.
Θα μπορούσε να είναι επίσης διαμαρτυρία για την αφιλόξενη πόλη που μπορεί να σε συνθλίψει μέσα στην ψυχρότητα της. Η Ιουλία προσπαθεί να πολεμήσει τη βία με τη βία. Ένα κορίτσι, εν ολίγοις, σαν από παλιά ταινία του Τζέιμς Ντην, για τα οργισμένα νιάτα.
Η Ιουλία 16 ετών φεύγει από το σπίτι της. Συνεχίζει να είναι εξεγερμένη ενάντια σε όλους τους κανόνες.
Και μετά το ταξίδι με το τρένο. Η συνάντηση με ένα άγνωστο στη διαδρομή μου έφερε στο νου τον αποσπασματικό και γεμάτο αίσθημα και εξομολογητική εχεμύθεια λόγο της Μαργκερίτ Ντυράς. Τους μοναχικούς έρωτες όταν ο κόσμος γύρω σου παύει να υπάρχει για λίγο. Ή σαν γαλλική ταινία που όλα γίνονται πίσω από νοτισμένα τζάμια και ο φακός κάνει ζουμ στα πρόσωπα.
Ο αναγνώστης είναι σαν να παρακολουθεί την παλινδρομική κίνηση του φακού από την Ιουλία, όπως βρίσκεται μπροστά στην κονσόλα του ήχου σε ένα χιονισμένο τοπίο. Υπάρχει ομίχλη και ο ορίζοντας χάνεται. Η περιγραφή του τοπίου μου έφερε στο νου μία μαυρόασπρη φωτογραφία που είδα κάποτε. Ήταν η φωτογραφία ενός χωμάτινου δρόμου που το τέλος του χανόταν στο άπειρο. Σε αυτόν το δρόμο δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος, ούτε κτίσματα δεξιά κι αριστερά, ούτε δέντρα και είχε τον τίτλο «Ο πιο μοναχικός δρόμος του κόσμου». Κι αν ήταν να βάλω τίτλο σε αυτά που σας λέω σήμερα, θα έβαζα αυτόν.
Το βιβλίο δεν είναι ένα βιβλίο όπως τα έχουμε συνηθίσει, δηλαδή με αρχή, μέση και τέλος. Αποτελείται από ένα παλίμψηστο προσώπων και θραύσματα αισθημάτων. Είναι οι κατακερματισμένες εικόνες και τα γεγονότα της ζωής της Ιουλίας που κάθε τόσο ανάμεσα τους εισχωρούν οι κατακερματισμένες εικόνες και τα γεγονότα της ζωής των ακροατών της.
Και πάνω απ’ όλα είναι η πάλη της Ιουλίας με την τραυματική και εξεγερμένη παιδική της ηλικία που οι ίδιοι οι γονείς όπως συμβαίνει συχνά δεν το καταλαβαίνουν ούτε όταν συμβαίνουν τα πράγματα, ούτε μετά.
Και είναι κακό βέβαια να υπάρχουν αυτά τα τραύματα. Είναι όμως τα τραύματα, αυτά ακριβώς, που δημιουργούν τις εμμονές μας. Και χωρίς δισταγμό θα πω: ότι είναι οι εμμονές που δημιουργούν την τέχνη.
Όταν η μητέρα του Σαρτρ διάβασε το βιβλίο του «Λέξεις» σχολίασε: «Ο Πουλού δεν κατάλαβε τίποτα από τα παιδικά του χρόνια!»
Το ίδιο και η μητέρα της Ντυράς, εξοργίστηκε όταν η κόρη της, της πήγε μια μέρα «Το φράγμα στον Ειρηνικό, και την κατηγόρησε πως είπε ψέματα και πως στο τέλος-τέλος δεν έγραφε παρά για το πτώμα του κόσμου κι, επίσης για το πτώμα της αγάπης.
Πριν τελειώσω, θα ήθελα να σας μεταφέρω μια εικόνα
Η Ιουλία 14 ετών βρίσκεται με τον πατέρα της στο αεροδρόμιο μιας μεγάλης ευρωπαϊκής πόλης. Την αποχαιρετά, αλλά εκείνη δεν θέλει να φύγει. Γαντζώνεται πάνω του, τον ικετεύει να την αφήσει να μείνει μαζί του. Εκείνος δεν κάμπτεται. Της λέει, ότι δεν ξέρει τι να την κάνει. Στην πραγματικότητα ήθελε η μάνα της να στείλει το γιο του, αλλά έστειλε το κορίτσι που τώρα τον ικετεύει να μείνει μαζί του. Είναι αποφασισμένος να την αφήσει να φύγει, και αυτό κάνει. Παρακολουθούμε τον πατέρα να απομακρύνεται πάνω στον μεταλλικό διάδρομο του αεροδρομίου, και το κορίτσι να στέκεται μόνο και ανήμπορο ανάμεσα στα πράγματα του.
Λίγο καιρό μετά παρακολουθούμε την Ιουλία να έχει μαζέψει τα πράγματα της και να φεύγει από το σπίτι της. Η μάνα της τώρα είναι εκείνη που την παρακαλά να μείνει. Ωστόσο η Ιουλία της λέει μια φράση που μου καρφώθηκε στο μυαλό: «Μαμά, είπαμε, εγώ τυχαία ήμουν εδώ. Δεν μένω πια εδώ!»
Μία μάνα που πιστεύει ότι κατέχει τα παιδικά χρόνια του παιδιού της δεν είναι εκ φύσεως η πλέον κατάλληλη να καταλάβει τα λόγια του, όταν πια η ιστορία είναι τελειωμένη.
Αυτό συνέβη με τη μητέρα του Σαρτρ, με τη μητέρα της Ντυράς, το ίδιο και με τη μητέρα της Ιουλίας…
Τίτσα Π.
Ο ρόλος του θεατή και του αναγνώστη εδώ, περισσότερο από κάθε άλλη φορά είναι κεφαλαιώδης. Πρέπει να ανασυνθέσει το παζλ της μνήμης και είναι ο ίδιος που προτρέπεται να ζήσει τη δική του ιστορία.
Το «κράτησε με», ξεκίνησε, όπως είναι γνωστό από το διαδίκτυο, με θέμα την απώλεια. Το «κράτησε με» όμως, όπως εξελίσσεται σελίδα τη σελίδα δεν είναι μόνο η ιστορία της απώλειας. Γίνεται το χρονικό μιας ατελεύτητης αναζήτησης της αγάπης, πότε μέσα από ματαιώσεις, και πότε μέσα από ερωτικές συναντήσεις, εξ ορισμού όμως διαψευσμένες.
Κάποιες φορές γίνεται η ομολογία μιας συγνώμης ή λόγων που δεν ειπώθηκαν στην ώρα τους. Έτσι γινόμαστε αποδέκτες αυτών των λόγων και σπάνιων εξομολογήσεων που κανονικά δεν μας ανήκουν. Είναι μια εξερεύνηση στο καμένο πεδίο της απουσίας της αγάπης.
Μπήκα στον πειρασμό, εδώ, να σας αντιγράψω ένα μήνυμα από το κινητό μου, που μου το έστειλε πριν λίγες μέρες μία φίλη με αφορμή το βιβλίο : Ο καιρός του έρωτα, δεν είναι ποτέ καιρός χαμένος, έλεγε το μήνυμα.
Στο «Κράτησε με» μία παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής, η Ιουλία, χάνει τον πατέρα της. Αποφασίζει τότε να δημιουργήσει μια ιστοσελίδα που οι ακροατές θα λένε τις δικές τους ιστορίες απώλειας.
Με αυτό τον τρόπο έχουμε την προσωπική ιστορία της Ιουλίας, που κάθε τόσο διακόπτεται ή συμπληρώνεται από τις μικρές ιστορίες των ακροατών της, αυτών που δέχονται να παίξουν το παιχνίδι της αφής αφού πρώτα έχουν δέσει ένα μαντήλι στα μάτια. Έτσι «το παιχνίδι της αφής» γίνεται «το παιχνίδι της αλήθειας». Εκεί μέσα υπάρχει ατόφια η αληθινή αυτοβιογραφία του συναισθήματος τους.
Η γραφή δεν έχει τίποτα περιττό. Είναι κοφτή, απογυμνωμένη και συχνά ασθματική, που να σου μεταδίδει την ένταση.
Ο χρόνος της αφήγησης είναι ο χρόνος της συναισθηματικής μνήμης
Η Ιουλία 14 ετών παρακαλά ένα αγόρι να κοιμηθεί μαζί της. Ο λόγος δεν είναι ούτε η εφηβική περιέργεια, ούτε ο έρωτας, αλλά η απόφαση να πάψει να είναι παρθένα. Μία πρώτη βιαστική ερμηνεία της απόφασης της δεκατετράχρονης, από μια κοινωνία γεμάτη συμβάσεις και μικροαστικές αντιλήψεις θα μπορούσε να είναι ο κυνισμός, θα μπορούσε επίσης να φανεί ακατανόητη. Κάθε άλλο όμως από κυνική είναι, η Ιουλία. Είναι απελπισμένη. Δεν είναι παρά μία έκρηξη υπερβολικής ευαισθησίας και αυτοπροστασίας. Κραυγή για βοήθεια και εξέγερση μαζί για έναν αδιάφορο κόσμο, ερμητικά κλειστό και κουφό στις εκκλήσεις για βοήθεια των πιο ευαίσθητων μελών του. Αυτών που δεν θα διστάσουν ακόμη και να αυτοτραυματιστούν.
Θα μπορούσε να είναι επίσης διαμαρτυρία για την αφιλόξενη πόλη που μπορεί να σε συνθλίψει μέσα στην ψυχρότητα της. Η Ιουλία προσπαθεί να πολεμήσει τη βία με τη βία. Ένα κορίτσι, εν ολίγοις, σαν από παλιά ταινία του Τζέιμς Ντην, για τα οργισμένα νιάτα.
Η Ιουλία 16 ετών φεύγει από το σπίτι της. Συνεχίζει να είναι εξεγερμένη ενάντια σε όλους τους κανόνες.
Και μετά το ταξίδι με το τρένο. Η συνάντηση με ένα άγνωστο στη διαδρομή μου έφερε στο νου τον αποσπασματικό και γεμάτο αίσθημα και εξομολογητική εχεμύθεια λόγο της Μαργκερίτ Ντυράς. Τους μοναχικούς έρωτες όταν ο κόσμος γύρω σου παύει να υπάρχει για λίγο. Ή σαν γαλλική ταινία που όλα γίνονται πίσω από νοτισμένα τζάμια και ο φακός κάνει ζουμ στα πρόσωπα.
Ο αναγνώστης είναι σαν να παρακολουθεί την παλινδρομική κίνηση του φακού από την Ιουλία, όπως βρίσκεται μπροστά στην κονσόλα του ήχου σε ένα χιονισμένο τοπίο. Υπάρχει ομίχλη και ο ορίζοντας χάνεται. Η περιγραφή του τοπίου μου έφερε στο νου μία μαυρόασπρη φωτογραφία που είδα κάποτε. Ήταν η φωτογραφία ενός χωμάτινου δρόμου που το τέλος του χανόταν στο άπειρο. Σε αυτόν το δρόμο δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος, ούτε κτίσματα δεξιά κι αριστερά, ούτε δέντρα και είχε τον τίτλο «Ο πιο μοναχικός δρόμος του κόσμου». Κι αν ήταν να βάλω τίτλο σε αυτά που σας λέω σήμερα, θα έβαζα αυτόν.
Το βιβλίο δεν είναι ένα βιβλίο όπως τα έχουμε συνηθίσει, δηλαδή με αρχή, μέση και τέλος. Αποτελείται από ένα παλίμψηστο προσώπων και θραύσματα αισθημάτων. Είναι οι κατακερματισμένες εικόνες και τα γεγονότα της ζωής της Ιουλίας που κάθε τόσο ανάμεσα τους εισχωρούν οι κατακερματισμένες εικόνες και τα γεγονότα της ζωής των ακροατών της.
Και πάνω απ’ όλα είναι η πάλη της Ιουλίας με την τραυματική και εξεγερμένη παιδική της ηλικία που οι ίδιοι οι γονείς όπως συμβαίνει συχνά δεν το καταλαβαίνουν ούτε όταν συμβαίνουν τα πράγματα, ούτε μετά.
Και είναι κακό βέβαια να υπάρχουν αυτά τα τραύματα. Είναι όμως τα τραύματα, αυτά ακριβώς, που δημιουργούν τις εμμονές μας. Και χωρίς δισταγμό θα πω: ότι είναι οι εμμονές που δημιουργούν την τέχνη.
Όταν η μητέρα του Σαρτρ διάβασε το βιβλίο του «Λέξεις» σχολίασε: «Ο Πουλού δεν κατάλαβε τίποτα από τα παιδικά του χρόνια!»
Το ίδιο και η μητέρα της Ντυράς, εξοργίστηκε όταν η κόρη της, της πήγε μια μέρα «Το φράγμα στον Ειρηνικό, και την κατηγόρησε πως είπε ψέματα και πως στο τέλος-τέλος δεν έγραφε παρά για το πτώμα του κόσμου κι, επίσης για το πτώμα της αγάπης.
Πριν τελειώσω, θα ήθελα να σας μεταφέρω μια εικόνα
Η Ιουλία 14 ετών βρίσκεται με τον πατέρα της στο αεροδρόμιο μιας μεγάλης ευρωπαϊκής πόλης. Την αποχαιρετά, αλλά εκείνη δεν θέλει να φύγει. Γαντζώνεται πάνω του, τον ικετεύει να την αφήσει να μείνει μαζί του. Εκείνος δεν κάμπτεται. Της λέει, ότι δεν ξέρει τι να την κάνει. Στην πραγματικότητα ήθελε η μάνα της να στείλει το γιο του, αλλά έστειλε το κορίτσι που τώρα τον ικετεύει να μείνει μαζί του. Είναι αποφασισμένος να την αφήσει να φύγει, και αυτό κάνει. Παρακολουθούμε τον πατέρα να απομακρύνεται πάνω στον μεταλλικό διάδρομο του αεροδρομίου, και το κορίτσι να στέκεται μόνο και ανήμπορο ανάμεσα στα πράγματα του.
Λίγο καιρό μετά παρακολουθούμε την Ιουλία να έχει μαζέψει τα πράγματα της και να φεύγει από το σπίτι της. Η μάνα της τώρα είναι εκείνη που την παρακαλά να μείνει. Ωστόσο η Ιουλία της λέει μια φράση που μου καρφώθηκε στο μυαλό: «Μαμά, είπαμε, εγώ τυχαία ήμουν εδώ. Δεν μένω πια εδώ!»
Μία μάνα που πιστεύει ότι κατέχει τα παιδικά χρόνια του παιδιού της δεν είναι εκ φύσεως η πλέον κατάλληλη να καταλάβει τα λόγια του, όταν πια η ιστορία είναι τελειωμένη.
Αυτό συνέβη με τη μητέρα του Σαρτρ, με τη μητέρα της Ντυράς, το ίδιο και με τη μητέρα της Ιουλίας…
Τίτσα Π.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Λουκία μετά από όλα αυτά που διάβασα αν δεν δω οσονούπω το Κράτησέ Με με κόβω και μένα να καταντάω σαν τον Z.P.Sartre..
Δεν θέλω να διαβάσω άλλα πριν δω την ταινία!
Φιλιά,
Νίκος
olo kai kapou tha paizetai mexri na vgei kai se dvd..en to metaxy diavase to vivlio Kratise me- ekdoseis Polytropo kai akouse ti mousiki sto soundtrack pou einai mazy einai kalitero na ftiaxeis ti diki sou tainia sto kefali sou prin ti deis..leo ego..by the way o Ydroxoos poli vasanistikos ..ox
Δημοσίευση σχολίου